- άκαγος
- άκαγος, -η, -ο και άκαιγος, -η, -οάκαυτος: Ευτυχώς ο πλάτανος είχε μείνει άκαγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άκαγος — η, ο ο άκαυτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + καίγω το θεματικό φωνήεν α οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τής λ. άκαυτος] … Dictionary of Greek
άκαος — η, ο άκαγος, άκαυτος* … Dictionary of Greek
άκαος — η, ο βλ. άκαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)